Ψίθυροι

    Γεια σε όλους και όλες. Λοιπόν, σήμερα είμαι εδώ με μια μικρή ιστοριούλα με την οποία αποχαιρετάμε την άνοιξη. Ίσως αυτό το παραμύθι να ταίριαζε καλύτερα στο φθινόπωρο αλλά τις τελευταίες μέρες όλο βρέχει, οπότε και εγώ έγραψα αυτό. Καλή ανάγνωση!

     

    Η Μυρτώ, ένα μικρό κοριτσάκι, κρυβόταν πίσω από κάτι δέντρα, έτοιμη να τρέξει μόλις δει τους φίλους της να έρχονται προς το μέρος της. Λάτρευε τα παιχνίδια και ήξερε πάντα πoιο να προτείνει την κατάλληλη στιγμή. Είχε ένα γέλιο μοναδικό και μάλλον κολλητικό αφού όταν άρχιζε να γελάει όλοι την μιμόντουσαν. Τώρα κρατούσε την ανάσα της να μην γελάσει γιατί αν γελούσε σίγουρα θα την έβρισκαν. Το κρυφτό ήταν από τα αγαπημένα της παιχνίδια και για μια συννεφιασμένη μέρα σαν την σημερινή ήταν το ιδανικό. Έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και κοίταξε τα γκρίζα, απειλητικά σύννεφα. Πάντα τα σύννεφα της ασκούσαν μια αθεράπευτη γοητεία, γιατί ήταν σίγουρη ότι κάτι έκρυβαν από πίσω τους. Κάτι σημαντικό… Η Μυρτώ είχε στόχους υψηλούς· πολύ υψηλούς. Ήθελε να φτάσει πάνω από τα σύννεφα, να δει τι κρύβεται πίσω από αυτά. Πολλοί της έλεγαν ότι αυτό γινόταν με ένα αεροπλάνο, με ένα ελικόπτερο ή έστω με ένα αερόστατο. Αυτή δεν τους πίστευε. Αποκλείεται να έχουν πάει πάνω από τα σύννεφα. «Ακόμα και αν έχουν πάει» σκεφτόταν «δεν θα έχουν δει». Εξάλλου αν δεν ψάχνει κανείς κάτι πώς θα το βρει; Ή ακόμα και αν το ψάχνει, τα αεροπλάνα, τα ελικόπτερα και τα αερόστατα είναι πολύ μεγάλα· θα το τρόμαζαν σίγουρα· ό,τι και αν ήταν αυτό το κάτι.

***

Και τα χρόνια περνούσαν, όπως περνάνε πάντα, και η Μυρτώ μεγάλωνε. Ένα, δύο τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια. Ήταν πλέον έφηβη και είχε σταματήσει προ πολλού να παίζει παιχνίδια. Είχε ξεθωριάσει και εκείνο το παλιό της όνειρο, να δει τι κρύβουν τα σύννεφα. Είχε ξυπνήσει όμως η επαναστάτρια μέσα της και ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Οι γονείς την δεν συμφωνούσαν, ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι. «Γίνε γιατρός.» της έλεγαν «Γίνε δικηγόρος, δασκάλα ή έστω μηχανικός, αλλά όχι ακτιβίστρια!» Αυτά τα λόγια πάντα την εξόργιζαν, τόσο που ήθελε να κάνει κάτι τρελό, έτσι απλά για να τους την φέρει. Τι όμως;

Κάθε φορά που αυτό το ερώτημα ξεπηδούσε από το μυαλό της θυμόταν τα σύννεφα. Στην αρχή τα θυμόταν φευγαλέα, σαν ένα βλεφάρισμα. Μετά τα θυμόταν πιο έντονα ώσπου στο τέλος της έγιναν έμμονη ιδέα. Έτσι, μια μέρα πήρε μια μεγάλη σκάλα, γιγάντια και την κάρφωσε στο έδαφος με δύναμη. Η σκάλα ταλαντευόταν επικίνδυνα και ήταν τόσο ψηλή που η κορυφή της έφτανε πάνω από τα σύννεφα.

Η Μυρτώ πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι διστακτικά. Έπειτα πάτησε και το άλλο της πόδι στο σκαλοπάτι και άρχισε να ανεβαίνει. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ· όμως όσο ανέβαινε τόσο η λαχτάρα του παιδικού της ονείρου την κυρίευε. Με αυτήν την λαχτάρα βοηθό ανέβαινε για ώρες ατελείωτες έχοντας ξεχάσει τι σημαίνει κούραση. Το θυμήθηκε μόνο όταν κατάφερε να διακρίνει την κορυφή της σκάλας που βρισκόταν μόλις λίγα σκαλοπάτια μακριά της. Κοίταξε προς τα κάτω. Τρόμαξε. Ένιωσε ότι έπεφτε, όμως ένα δυνατό κύμα αέρα την συγκράτησε. Τρέμοντας ανέβηκε και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και έφτασε πάνω από τα σύννεφα. Στην αρχή, φαινόταν μόνο καθαρός ουρανός. Έστριψε το βλέμμα της δεξιά και αριστερά. Τίποτα.

Απογοητευμένη πήγε να γυρίσει πίσω μα κάτι στεκόταν πάνω στο προηγούμενο σκαλοπάτι. Ήταν ένα πανέμορφο πουλί. Ήταν τεράστιο και τα φτερά του έλαμπαν με ένα δικό τους φως. Το πουλί είχε δύο γιγάντια φτερά και μία πολύχρωμη ουρά που άλλαζε σχήμα ενώ αυτό πετούσε. Η κοπέλα έμεινε εκεί να το παρατηρεί για λίγο και μετά κοίταξε προς τα κάτω. Σε όλη την σκάλα καθόντουσαν τέτοια πουλιά. Ξαφνικά άρχισαν όλα μαζί να τραγουδούν. Το καθένα τραγουδούσε και κάτι διαφορετικό, το καταλάβαινε αυτό η Μυρτώ, όμως οι φωνές τους έδεναν η μία πάνω στην άλλη και δημιουργούσαν μία όμορφη συμφωνία.

Το πρώτο πουλί που είδε, το μεγαλύτερο, τραγουδούσε πιο δυνατά από όλα και η Μυρτώ μπορούσε να καταλάβει το τραγούδι του. «Μας λένε ψίθυρους και ζούμε στο διάστημα.» έλεγε «Καμιά φορά, όταν έχει συννεφιά πετάμε προς την γη για να τραφούμε. Τρεφόμαστε με των ανθρώπων τους ψιθύρους και τα μυστικά. Να τώρα δα αυτά τραγουδάμε και έχουμε πάρει όρκο ιερό για πάντα να ζούμε εδώ, να κρατήσουμε τα μυστικά κρυφά. Ήρθες όμως εσύ και μας είδες. Δεν ξέρουμε πως, δεν ξέρουμε γιατί, ξέρουμε ότι μας είδες…»

Τότε η Μυρτώ πήρε μια απόφαση: δεν θα έλεγε σε κανέναν για τους ψιθύρους. Αν το έκανε

τότε η μαγεία αυτών των πλασμάτων θα χάνονταν, γιατί δημιουργήθηκαν για να ζουν μυστικά. Μάλλον κάπως έτσι είναι και τα ίδια τα μυστικά, οι ίδιοι οι ψίθυροι. Όσο είναι αυτό που είναι, δηλαδή μυστικά, είναι και γοητευτικά. Αν φανερωθούν η γοητεία τους εξανεμίζεται… Κάπως έτσι έθαψε το μυστικό των ψιθύρων μέσα της και άρχισε να το τραγουδάει μαζί τους…   

ΤΕΛΟΣ!!!

 

          Ελπίζω το παραμύθι μου να σας άρεσε. Μέχρι το επόμενο post να είστε καλά, να ονειρεύεστε και να χαμογελάτε.

e-fivi


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ιστορία των εξηγήσεων...

Αγώνες Πείνας 2: Φωτιά - Σούζαν Κόλινς

Η τέχνη των ονείρων