Η ιστορία των εξηγήσεων...
Όταν το αγόρι έγινε εννιά χρονών -Σεπτέμβριος ήταν- τότε κατάλαβε πως πλέον οι γονείς του δεν μπορούσαν να του λύνουν όλες τις απορίες. Έπρεπε να βρει μια νέα λύση. Έστυψε λοιπόν το μυαλό του να σκεφτεί μια ιδέα, μια εναλλακτική. Πέρασε έτσι μήνας και λύση στο πρόβλημα του δεν έβρισκε -το ίντερνετ το είχε δοκιμάσει και του είχε φανεί αναξιόπιστο. Άλλοι δύο μήνες ήρθαν και έφυγαν και μπήκε ο Δεκέμβριος. Τα πρώτα χιόνια τις χρονιάς έπεσαν και τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια γέμισαν τους δρόμους της πόλης. Οι άνθρωποι έμπαιναν στον πνεύμα των Χριστουγέννων, στόλιζαν, γελούσαν και γέμιζαν τα σπίτια με λαμπάκια. Και φυσικά άκουγες παντού παιδιά να συζητούν για τον Άγιο Βασίλη και το δώρο που θα τους έφερνε.
Τότε ήταν που επιτέλους το αγόρι σκέφτηκε κάτι: ο Άγιος Βασίλης, αυτός ο σοφός, γενναιόδωρος γεράκος θα μπορούσε να του δώσει τη λύση. Ναι, αυτό θα ζητούσε. Θα ζητούσε κάτι που θα μπορούσε να του απαντάει σε ό,τι και αν το ρωτούσε, κάτι του οποίου οι γνώσεις δεν θα στέρευαν ποτέ. Έτσι έγραψε ένα εκτενές γράμμα στον Άγιο εξηγώντας του λεπτομερώς όλα τα παραπάνω. Στη συνέχεια το έκλεισε προσεκτικά μέσα σε έναν μεγάλο φάκελο, έγραψε με τα καλύτερα του γράμματα στοιχεία αποστολέα και παραλήπτη, βρήκε το ομορφότερο γραμματόσημο της συλλογής του και ταχυδρόμησε το γράμμα στο Βόρειο Πόλο…
***
...Οι μέρες πέρασαν και το πρωί των Χριστουγέννων έφτασε επιτέλους. Το αγόρι πετάχτηκε από το κρεβάτι του και έτρεξε στο σαλόνι για να δει, γεμάτος ανυπομονησία τι υπήρχε κάτω από το δέντρο. Το αγόρι εντόπισε αμέσως το δώρο του: ένα μικρό πακετάκι που πάνω είχε μια όμορφη κάρτα με το όνομα του. Έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος και βρέθηκε να κρατάει ένα απλό μαύρο τετράδιο και μία πένα. Το άνοιξε με ένα απορημένο βλέμμα και το ξεφύλισε. Οι σελίδες ήταν κενές εκτός από την πρώτη. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μόνο μια λεξούλα με μόλις τέσσερα γράμματα . "Ρώτα" έγραφε. Το αγόρι πήρε την πένα και έγραψε το πρώτο πράγμα που του κατέβηκε στο μυαλό: "Γιατί τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου;". Αμέσως οι σελίδες του τετραδίου γέμισαν λέξεις και εικόνες που εξηγούσαν λεπτομερώς την ιστορία των Χριστουγέννων.
Το αγόρι ήταν πανευτυχές. Ο 'Αι Βασίλης του είχε χαρίσει πραγματικά την λύση στο πρόβλημα του. Πέρασε τις επόμενες μέρες ρωτώντας το τετράδιο και μελετώντας προσεκτικά τις απαντήσεις που του εμφανίζονταν. Τα τετράδιο ήξερε και πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα. Μπορούσε να σου πει πώς ξεκίνησε η ζωή στη γη ή τι σκεφτόταν ο Σαίξπηρ όταν έγραφε το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα". Και τα χρόνια πέρασαν και το αγόρι ρωτούσε και μάθαινε διαρκώς. Και όσο μάθαινε τόσο περισσότερο παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του και όσο παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του τόσο περισσότερες ερωτήσεις του δημιουργούνταν, τόσο ήθελε να τα καταλαβαίνει όλα…
***
Έφτασαν ξανά Χριστούγεννα. Το αγόρι -αν μπορούμε πλέον να το αποκαλούμε έτσι- είχε κλείσει τα τριάντα, ήταν διακεκριμένος επιστήμονας και έδινε διαλέξεις στα κορυφαία πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Εκείνο το απόγευμα είχε βγει για έναν περίπατο και νιφάδες χιονιού έπεφταν απαλά δίνοντας την εντύπωση πως χόρευαν στον αέρα. Καθώς το αγόρι παρατηρούσε τον χαρούμενο κόσμο που έκανε τις χριστουγεννιάτικες αγορές του στην στολισμένη πόλη μια αναρωτήθηκε: "Τι ακριβώς είναι η μαγεία των Χριστουγέννων;".
Αμέσως έβγαλε το μαύρο τετράδιο από τη τσέπη του παλτού του -το κουβαλούσε πάντοτε μαζί του- και έγραψε την ερώτηση. Όμως για πρώτη φορά τίποτα δεν συνέβη. Το αγόρι ξαναδοκίμασε. Πάλι τίποτα. Οι σελίδες παρέμεναν πεισματικά κενές. Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει αυτό: Το τετράδιο δεν ήξερε, δεν μπορούσε να εξηγήσει την φύση της μαγείας των Χριστουγέννων. Μα τα πάντα έχουν μια εξήγηση…
Το αγόρι κάθισε απελπισμένο και απαγοητευμένο σε ένα απόμερο παγκάκι και έκλεισε τα μάτια του. Τι θα έκανε τώρα; Αυτός μια ζωή αναζητούσε τις απαντήσεις και τις εξηγήσεις. Και τώρα η πραγματικότητα του έδινε μια δυνατή σφαλιάρα στο πρόσωπο λέγοντας του πως δεν έχουν όλα μια εξήγηση. Μια χιονόμπαλα του ήρθε στο κεφάλι. Άνοιξε απότομα τα μάτια του για να αντικρίσει μπροστά του την ανιψιά του που έτρεχε γρήγορα μακριά χασκογελώντας.
Το αγόρι ήξερε το παιχνίδι: τώρα έπρεπε να την ακολουθήσει και να της ανταποδώσει το χτύπημα. Απρόθυμα άρχισε να την ακολουθεί. Μια ακόμα χιονόμπαλα τον πέτυχε. Η ανηψιά του έτρεχε προς το κέντρο της πόλης -και των γιορτών- παρασέρνοντας τον μαζί της. Την είχε σχεδόν φτάσει. Μάζεψε λίγο χιόνι από το κάγκελο δίπλα του και της το πέταξε. Μετά έκανε δυο μεγάλους διασκελισμούς, την έπιασε από τη μέση και την έβαλε να κάτσει στους ώμους του για να μπορεί να βλέπει την χορωδία που τραγουδούσε τα κάλαντα. Η μικρή γελούσε με ένα βαθύ κελαριστό γέλιο και στα μάτια της καθρεφτιζόταν η απόλυτη ευτυχία που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν. Το αγόρι τώρα είχε ξεχάσει τις εξηγήσεις, τις ερωτήσεις και το τετράδιο. Απλά απολάμβανε τη στιγμή. Και τότε μια παράξενη σκέψη πέρασε από το μυαλό του: δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις κάτι για να το απολαύσεις. Μπορείς απλά να αφεθείς στη στιγμή και να δεις που θα σε πάει. Και ίσως αυτό το ταξίδι προς το άγνωστο, αυτή η ελεύθερη πτώση/πτήση, να είναι το κλειδί για την ευτυχία…
e-fivi
Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια: Achilles come down
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου