Χαμόγελα σε τιμή ευκαιρίας!

Καλή χρονιά! Επιτέλους μπήκε το 2021 και μαζί με την αλλαγή του χρόνου ελπίζω να έρθουν και πιο όμορφες στιγμές. Οπότε για να μπει καλά το 2021 σας έχω ένα παραμύθι. Ελπίζω να σας αρέσει! 

 

    


  

    Όπου και αν κοιτούσες στην αγορά έβλεπες χαμογελαστά πρόσωπα. Ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ήταν συνηθισμένο να μην υπάρχουν δάκρυα, να μην υπάρχουν προβλήματα που σε γεμίζουν απόγνωση, να μην υπάρχει η λέξη λύπη… Το ασυνήθιστο ήταν η Κατρίνε. Καθόταν σκυθρωπή στον πάγκο της κοιτώντας μελαγχολικά τον ουρανό. Προσπαθούσε να μην δίνει σημασία στα επίμονα βλέμματα των περαστικών, στον εκνευρισμό που της προκαλούσαν. Προσπαθούσε να προσποιείται ότι δεν κοιτούσαν αυτή αλλά τα βάζα πάνω στον πάγκο της, τα τραγούδια που πουλούσε. 


Όμως ειδικά τα Σάββατα που η αγορά είχε τόσο κόσμο δεν μπορούσε παρά να είναι λυπημένη.  Κανονικά -το ήξερε- θα έπρεπε να είναι χαρούμενη. Τα Σάββατα είχε πάντα περισσότερες πιθανότητες να βρεθεί κάποιος που να πλησιάσει τον πάγκο της και να αγοράσει ένα από τα τραγούδια της. Και όμως όταν ήταν δίπλα σε τόσο κόσμο αισθανόταν απλά απελπισμένη. Αισθανόταν απελπισμένη με όλα αυτά τα χαμογελαστά πρόσωπα. Είχε ακούσει ότι παλιά -τον καιρό που ζούσε η μητέρα της- έλεγαν ότι τα χαμόγελα δίνουν ελπίδα. Τι ειρωνεία… Πλέον τα χαμόγελα ήταν κενά, μια τρύπα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Πώς αλλιώς να ήταν, αφού όλα τους ήταν ψετικα. Όλα τους ήταν αγοραστά, μια απάτη, μια ψευδαίσθηση… Και το τραγικό ήταν ότι κανείς δεν έδειχνε να προβληματίζεται. Ίσως βέβαια πλέον οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πώς γίνεται και αυτό… Δεν έπρεπε να εκπλήσσεται. Η Κατρίνε ήξερε καλά ότι πλέον το μόνο που ήξεραν να κάνουν οι άνθρωποι ήταν να αγοράζουν... Αγόραζαν υπηρεσίες, ευκαιρίες, ελπίδες, χαμόγελα, γνώσεις, ταλέντα. Αγόραζαν τα πάντα. Όπως αυτός ο κύριος που ερχόταν με γρήγορα βήματα προς τον πάγκο της. 


Τον ήξερε, ήταν ένας από τους λίγους τακτικούς της πελάτες. Η Κατρίνε επιθεώρησε στα γρήγορα με το βλέμμα της τα βάζα που είχε αραδιασμένα μπροστά της σκεπτόμενη ποιο από τα τραγούδια της θα του πρότεινε να αγοράσει. Ξεχώρισε μερικά. Αυτός ο κύριος -να δεις πως τον λέγαν...- είχε μια μικρή κόρη που έδινε συχνά παραστάσεις τραγουδιού μπροστά σε συγγενείς ή και σε ολόκληρο το σχολείο της. Ο μπαμπάς της ερχόταν συχνά για να αγοράσει τραγούδια από την Κατρίνε. Η Κατρίνε όποτε του τα πουλούσε ένιωθε μια βελονιά στην καρδιά της γνωρίζοντας ότι αυτό το κορίτσι τραγουδούσε με την δικιά της φωνή όμως προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. Εξάλλου έπρεπε κάπως να βγάζει το ψωμί της…


***


Είχε βραδιάσει. Ήταν αρκετά ικανοποιημένη με τα κέρδη της. Το να πουλήσει τρία από τα πιο ακριβά της τραγούδια μέσα σε μια μέρα ήταν όσο να πεις ένα αξιόλογο επίτευγμα. Καθώς περπατούσε βιαστικά ανάμεσα στους χαμογελαστούς μαγαζάτορες που ετοιμάζονταν να φύγουν είδε μια επιγραφή που έλεγε: “ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ”. Ένιωσε την επιθυμία να ξοδέψει ένα μέρος των χρημάτων της σε ένα χαμόγελο να την εξουσιάζει. Την έδιωξε γρήγορα θυμίζοντας στον εαυτό της ότι αυτά τα χαμόγελα ήταν ένα ψέμα. Προσπάθησε να φέρει στην μνήμη της την μάνα της. 


Μακάρι να ήταν εδώ… Όμως δεν είναι… Έχει χαθεί… Έχει πεθάνει… Και όμως ακόμα η Κατρίνε έτρεφε μέσα της την ελπίδα ότι θα την ξαναδεί κάποτε. Ότι μια μέρα θα ερχόταν και θα την αγκάλιαζε ενώ τα χείλη της θα σχημάτιζαν ένα από αυτά τα πανέμορφα χαμόγελα. Γιατί η μάνα της ήξερα πως χαμογελάμε. Και η Κατρίνε κάποτε ήξερε αλλά όταν εξαφανίστικε η μάνα της το είχε ξεχάσει. Προσπαθούσε από τότε να το ξανά θυμηθεί όμως μάταια. Όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο καταλάβαινε ότι ήταν άδικος κόπος και τόσο τα φίδια της απελπισίας την έζωναν… Το μόνο που θυμόταν ήταν ένα τραγούδι. Ένα όμορφο τραγούδι που της έλεγε πριν να κοιμηθεί και με κάποιον τρόπο όποτε το σιγομουρμούριζε γινόταν όλο και πιο σίγουρη ότι η μαμά της ήξερε να γελάει.


Μερικές φορές όταν ένιωθε πολύ λυπημένη σκεφτόταν να το τραγουδήσει δυνατά όμως φοβόταν. Φοβόταν μην της το κλέψουν. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι κάποιος μπορεί να το τραγουδούσε με την δική της φωνή, χωρίς να καταλαβαίνει καν την σημασία του… Οπότε το μόνο που έκανε ήταν να το σιγομουρμουρίζει ξανά και ξανά. Έτσι έκανε και τώρα. Προσπαθούσε να θυμηθεί την μάνα της: τα κατακόκκινα  μαλλιά της, την αγγελική της φωνή, την χάρη με την οποία περπατούσε… 


Και ενώ κάθε εκατοστό του κορμιού της γέμιζε με αυτή την ανάμνηση έφτασε στο σπίτι της. Εντάξει δεν ήταν ακριβώς σπίτι της, ένα αντίσκηνο δίπλα σε μια χαράδρα ήτανε. Όμως δεν την πείραζε. Είχε επιλέξει αυτό το μέρος γιατί ήταν απομονωμένο. Δεν χρειαζόταν κάθε βράδυ το τελευταίο πράγμα που βλέπει πριν κοιμηθεί να είναι τα ψεύτικα χαμόγελα των γειτόνων της. Αισθάνθηκε μια ανακούφιση όταν έφτασε και μια λαχτάρα να ταξιδέψει στον κόσμο τον ονείρων. Όμως μόλις κοίταξε τα πράγματα της ένιωσε ένα κομματάκι της να σπάει. Έλειπαν όλα! Την είχαν κλέψει! Της είχαν κλέψει την σκηνή, τα τραγούδια, τα λεφτά, το φαγητό. Της είχαν κλέψει μέχρι και μια ζωγραφιά που είχε κάνει όταν ήταν τριών και απεικόνιζε αυτήν αγκαλιά με την μαμά της. Και τώρα; Τώρα τι της είχε μείνει; Το τραγούδι. Μόνο το τραγούδι. Μόνο το τραγούδι που δεν μπορούσε να τραγουδήσει γιατί φοβόταν μην της το κλέψουν. Μόνο το τραγούδι που στις νότες του ήταν πλεγμένες όλες της οι αναμνήσεις. 


Της είχε μείνει και κάτι άλλο: ο φόβος. Ο φόβος που ολοένα μεγάλωνε και που την έκανε να πιστεύει ότι όπου να ‘ναι κάποιος θα της έκλεβε και τις αναμνήσεις. Και η Κατρίνε ήταν σίγουρη ότι όντως αυτό θα συνέβαινε και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Και πριν καλά, καλά το καταλάβει άρχισε να τραγουδάει, να τραγουδάει με όλη της την ψυχή. Να τραγουδάει όσο πιο δυνατά μπορούσε γιατί ο φόβος της την έκανε να θέλει να απολάυσει τις αναμνήσεις της όσο περισσότερο μπορούσε… Όσο ακόμη μπορούσε...


Τραγουδούσε με κλειστά τα μάτια και δεν έβλεπε ότι ο άνεμος παρέσερνε τις νότες και τις έριχνε στην χαράδρα. Τραγουδούσε με κλειστά τα μάτια και δεν έβλεπε ότι το έδαφος αγκάλιαζε τις νότες που είχαν πλέον μετατραπεί σε σπόρους. Δεν έβλεπε τα βλαστάρια που φύτρωσαν από τις νότες της, ούτε το πανέμορφο δέντρο με τα πολύχρωμα φύλλα που είχε φυτρώσει. Μόνο όταν τέλειωσε το τραγούδι της το είδε. Και μόνο όταν το είδε κατάλαβε ότι τα φύλλα του ήταν οι αναμνήσεις της και ότι το δέντρο της έδειχνε πως να χαμογελά. Ότι όλες της οι αναμνήσεις έκρυβαν μικρά χαμόγελα που την περίμεναν όλο αυτόν τον καιρό να τα βρει…

e-fivi       


 

Αν σας άρεσε αυτό το post μπορείτε να διαβάσετε επίσης:

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ιστορία των εξηγήσεων...

Η τέχνη των ονείρων

Όταν έφυγαν τα αγάλματα